Το σοκ που έχει συγκλονίσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, τους πολιτικούς και τις επιχειρήσεις υποδηλώνει ότι οι δασμοί των ΗΠΑ «έπεσαν» σαν κεραυνός εν αιθρία.
Μετάφραση – Επιμέλεια: Β. Βεγιάζη
Σύμφωνα με τον John Manners-Bell, αρθρογράφο του Ti Insight, «στην πραγματικότητα, η κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες και εντοπίζεται από τη Μεγάλη Ύφεση του 2008 έως την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και ακόμη και μετά.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ασκείται πίεση στους θεσμούς που ιδρύθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για τη διαχείριση του διεθνούς εμπορίου, των οικονομιών, του δικαίου, της ασφάλειας, της υγείας και των μεταφορών (μεταξύ άλλων) με έναν ομαλό και αποτελεσματικό τρόπο.
Ενώ η παγκοσμιοποίηση -που διευκολύνθηκε από αυτούς τους θεσμούς (βοηθούμενη από τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων μέσω θαλάσσης και μέσω παγκόσμιων δικτύων)- ωφέλησε τμήματα της κοινωνίας, άφησε επίσης τη μεταποίηση της Δύσης «κούφια»-κενή καθώς οι θέσεις εργασίας και η τεχνογνωσία μεταφέρθηκαν στην Ασία.
Αυτό έκανε τη Δύση εξαιρετικά ευάλωτη στους παγκόσμιους κινδύνους της εφοδιαστικής αλυσίδας, γεγονός που αποδείχθηκε πλήρως από την πανδημία του Covid-19, όταν οι εφοδιαστικές των Μέσων Ατομικής Προστασίας κατέρρευσαν και τα λιμάνια στις ΗΠΑ «μπλόκαραν» από τη ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά.
Η Κίνα -και άλλες αναδυόμενες αγορές- χρησιμοποίησαν τον πλούτο που είχαν συγκεντρώσει από την παγκοσμιοποίηση για να προωθήσουν τις δικές τους πολιτικές ατζέντες, οι οποίες αντί να τις φέρουν πιο κοντά στη Δύση, δημιούργησαν νέες γεωπολιτικές εντάσεις.
Επίσης, έκαναν τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη να εξαρτώνται από έναν στρατηγικό αντίπαλο.
Είτε συμφωνείτε με την προσέγγισή του είτε όχι, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ασχοληθεί με το θέμα το οποίο έχουν αποφύγει αμέτρητοι άλλοι πολιτικοί. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν το «φάρμακό» του θα καταλήξει να σκοτώσει τον ασθενή.
Ενώ πολλοί άνθρωποι πιστεύουν (ιδιαίτερα εκείνοι με κεκτημένα συμφέροντα) ότι δεν υπάρχει ανάγκη μεταρρύθμισης της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης, αυτή η στάση γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί. Στην Ευρώπη το Brexit, η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, η πανδημία του Covid, η οικονομική στασιμότητα, η αμυντική ευπάθεια, η ανεργία και η άνοδος του λαϊκισμού υποδηλώνουν ότι οι υπάρχουσες πολιτικές και οικονομικές δομές δεν έχουν λειτουργήσει υπέρ των ανθρώπων ή των επιχειρήσεων.
Η Κομισιόν αναγνωρίζει ότι οι αλλαγές είναι απαραίτητες, ενώ και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Keir Starmer, έχει έχει αναφερθεί στο γεγονός τονίζοντας ότι «ο κόσμος έχει αλλάξει, η παγκοσμιοποίηση έχει τελειώσει και βρισκόμαστε τώρα σε μια νέα εποχή».
Μολονότι αυτή η καθυστερημένη αναγνώριση της ανάγκης για επείγουσα αλλαγή είναι καλοδεχούμενη, είναι πολύ αργά για να αποφευχθεί η κατάρρευση των παγκόσμιων αγορών ή για να δοθεί στις επιχειρήσεις οποιαδήποτε εμπιστοσύνη.
Αυτή η παρατήρηση δεν γίνεται εκ των υστέρων, καθώς υπήρξαν πολλές φωνές που επισήμαιναν την αδυναμία του μοντέλου και ζητούσαν αλλαγές, είτε στη Δύση είτε στις αναδυόμενες αγορές.
Το 2014, το Ti Insight δημοσίευσε μια Λευκή Βίβλο, όπου αναφερόταν ότι «… σημαντικές αλλαγές στη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τα logistics βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Στα επόμενα 20 χρόνια ο κλάδος θα βιώσει συστημικές αλλαγές και όλοι οι παίκτες θα πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτοι για να ανταποκριθούν… μακροπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμο να επικεντρωθούμε στις παγκόσμιες ροές αγαθών όταν ήδη έχει αρχίσει να εμφανίζεται το αντίστροφο αυτής της τάσης.» Τότε τέτοιες απόψεις θεωρούνταν αιρετικές».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, το θέμα της παραπάνω αποσπάσματος αλλά και του παρόντος άρθρου, «δεν ήταν να προβλέψει το τέλος του διεθνούς εμπορίου ή να ζητήσει επιστροφή στον μεσοπολεμικό προστατευτισμό. Μάλλον απαιτούνταν διαφοροποιημένες στρατηγικές της εφοδιαστικής αλυσίδας για την αντιμετώπιση του περίπλοκου πολιτικού και οικονομικού τοπίου που αναπτυσσόταν.
Αυτό θα συνεπαγόταν επιστροφή εγγύτερα στις εγχώριες αγορές (reshoring), εγγύτερα στον προμηθευτή (near-sourcing), στρατηγική αυτονομία, κυκλικότητα, βιομηχανική υποστήριξη και επένδυση σε τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Θα απαιτούσε επίσης επενδύσεις σε ενέργεια, ITC και μεταφορικές υποδομές και -κυρίως- στην εκπαίδευση και την κατάρτιση.
Στην πραγματικότητα, εάν είχαν διατεθεί περισσότεροι πόροι και πολιτική βούληση για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων γενεών Αμερικανών και Ευρωπαίων εργαζομένων για να τους εξοπλίσουν για τις προκλήσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού, ίσως να μην είχαμε καταλήξει στην παρούσα δύσκολη θέση».