Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας έχει εξελιχθεί από μια διαμάχη δασμών σε μια συνολική γεωπολιτική και οικονομική “σύγκρουση” για την τεχνολογία, την ενέργεια και την παγκόσμια επιρροή.
Αν και η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αντιπαράθεσης, οι παράπλευρες επιπτώσεις του φαινομένου αγγίζουν άμεσα τη ναυτιλία, τα logistics, τις επενδύσεις και – τελικά – το ευρύτερο οικονομικό της περιβάλλον.
⚓ Η ναυτιλία στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων
Η Ελλάδα, ως ναυτιλιακή «υπερδύναμη» που διαχειρίζεται περίπου το 20% του παγκόσμιου στόλου, είναι ευαίσθητη στις μεταβολές του διεθνούς εμπορίου.
Η επιβολή δασμών και περιορισμών στις συναλλαγές ΗΠΑ – Κίνας έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση των μεταφερόμενων όγκων εμπορευμάτων και σε πιέσεις στους ναύλους των containerships.
Παράλληλα, η κινεζική επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα – με επίκεντρο το λιμάνι του Πειραιά υπό την Cosco – ενδέχεται να βρεθεί σε πιο “περιοριστικό περιβάλλον”, αν η Ουάσινγκτον εντείνει τις πιέσεις προς τους ευρωπαίους συμμάχους για έλεγχο κινεζικών συμμετοχών σε κρίσιμες υποδομές.
Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να φρενάρει την περαιτέρω ανάπτυξη του Πειραιά ως κεντρικού κόμβου του κινεζικού “Δρόμου του Μεταξιού”, επηρεάζοντας ενδεχομένως το Master Plan του λιμένα ή και την προσέλκυση φορτίων.
Εμπόριο και βιομηχανία: διπλή πίεση σε εισαγωγές και πρώτες ύλες
Αν και η Ελλάδα δεν έχει μεγάλο όγκο εξαγωγών προς Κίνα ή ΗΠΑ, είναι μέρος των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.
Η αύξηση του κόστους εισαγωγών – ιδίως σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό, μηχανήματα και πρώτες ύλες – επηρεάζει την εγχώρια μεταποίηση και τη βιομηχανία.
Οι καθυστερήσεις στις ροές εμπορευμάτων και η αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών οδηγούν σε αύξηση του κόστους παραγωγής, την οποία δύσκολα απορροφούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αυτό μεταφέρεται τελικά στις τελικές τιμές προϊόντων, επηρεάζοντας τον πληθωρισμό και την ανταγωνιστικότητα.
Επενδυτικός αντίκτυπος: ανάσχεση από Ανατολή, ώθηση από Δύση
Η Κίνα υπήρξε τα τελευταία χρόνια σημαντικός επενδυτής στην Ελλάδα (Cosco, State Grid, China Energy). Αν όμως ο εμπορικός πόλεμος ενταθεί, είναι πιθανό να δούμε “πάγωμα” νέων κινεζικών επενδύσεων, κυρίως λόγω πολιτικής πίεσης των ΗΠΑ και της Ε.Ε.
Ταυτόχρονα, όμως, η Ουάσινγκτον μπορεί να ενισχύσει τη στρατηγική της παρουσία στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι επενδύσεις αμερικανικών κολοσσών (Microsoft, Cisco, ONEX Shipyards, BlackSummit, DFC).
Η γεωγραφική θέση της χώρας, μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, την καθιστά ελκυστικό “ενδιάμεσο σταθμό” για εταιρείες που αναζητούν παραγωγικές ή κέντρα logistics εκτός Κίνας.
Ευκαιρία αναδιάταξης αλυσίδων παραγωγής
Ο επαναπροσδιορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής (de-risking, friend-shoring) δημιουργεί νέα «παράθυρα» ευκαιρίας.
Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί, εάν επενδύσει σε:
- Κέντρα logistics και αποθήκες διαμετακόμισης (Θριάσιο, Πειραιάς, Αλεξανδρούπολη),
- Ναυπηγοεπισκευή και υποδομές λιμένων,
- Βιομηχανικά πάρκα και ενεργειακές διασυνδέσεις που υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή παραγωγή.
Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε “πύλη παραγωγής και διανομής” της Ευρώπης προς την Ανατολή, την ώρα που οι «μεγάλες δυνάμεις» αναζητούν ασφαλέστερα εδάφη για τις αλυσίδες τους.
Συμπέρασμα: ο κίνδυνος φέρνει και ευκαιρίες
Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας μπορεί να επιβραδύνει προσωρινά τη διεθνή εμπορική δραστηριότητα και να προκαλέσει αναταράξεις στη ναυτιλία και στις εισαγωγές, όμως για την Ελλάδα αποτελεί και ευκαιρία στρατηγικής αναβάθμισης.
Εφόσον κινηθεί έγκαιρα, με συντονισμένες πολιτικές επενδύσεων, εξωστρέφειας και καινοτομίας, η χώρα μπορεί να βγει ενισχυμένη — όχι ως παθητικός θεατής, αλλά ως κόμβος του νέου εμπορικού χάρτη που διαμορφώνεται μετά τη ρήξη Ουάσινγκτον – Πεκίνου.
Σε κάθε περίπτωση οφείλει να αναβαθμίσει τις συνδυασμένες εμπορευματικές μεταφορές, έχοντας – ωστόσο – μείνει πίσω στις σιδηροδρομικές συνδέσεις και τη δημιουργία σύγχρονων εμπορευματικών κέντρων.





















































