Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές φορτηγών και λεωφορείων «πρωταγωνιστούν» στην «πράσινη» μετάβαση της Ηπείρου, προσφέροντας πλέον μια ευρεία και συνεχώς διευρυνόμενη γκάμα οχημάτων μηδενικών εκπομπών — από την αστική διανομή έως τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, όπως υποστηρίζει η ACEA, σε νέα έκθεσή της.
Ωστόσο, η διείσδυση αυτών των οχημάτων στην αγορά παραμένει περιορισμένη, ανομοιόμορφη και επικεντρωμένη σε λίγα κράτη-μέλη, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων μείωσης των εκπομπών CO₂ της ΕΕ για το 2030.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της ACEA (Ένωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων) για τις συνθήκες που επιτρέπουν την απανθρακοποίηση των βαρέων οχημάτων, τα βασικά «προαπαιτούμενα» — όπως οι κατάλληλες υποδομές φόρτισης, η πρόσβαση στο ηλεκτρικό δίκτυο και η ισοτιμία κόστους με τα συμβατικά φορτηγά — εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικά εμπόδια.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, τα φορτηγά μεσαίου και μεγάλου βάρους μηδενικών εκπομπών αντιστοιχούσαν μόλις στο 3,6% των νέων ταξινομήσεων στην ΕΕ, από 2,1% το 2024.
Η μεγάλη πλειονότητα — σχεδόν τέσσερα στα πέντε — καταγράφηκε μόνο σε πέντε χώρες: Σουηδία, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Δανία και Γαλλία. Εντυπωσιακά, η Ελβετία και η Νορβηγία, αν και εκτός ΕΕ, ξεπερνούν τις επιδόσεις των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών χάρη σε πιο ευνοϊκές πολιτικές και υποδομές.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030, η Ευρώπη θα χρειαστεί περίπου 400.000 φορτηγά μηδενικών εκπομπών στους δρόμους μέχρι το τέλος της δεκαετίας — πράγμα που σημαίνει ότι ένα στα τρία νέα φορτηγά που θα ταξινομούνται κάθε χρόνο θα πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών.
Ωστόσο, οι υποδομές απέχουν πολύ από το να καλύπτουν τις ανάγκες. Σήμερα υπάρχουν μόλις 1.100 δημόσιοι σταθμοί φόρτισης (ισχύος άνω των 350 kW) κατάλληλοι για βαρέα φορτηγά σε όλη την Ευρώπη — ένα ελάχιστο ποσοστό του απαιτούμενου αριθμού.
Για να υποστηριχθεί ο αναμενόμενος στόλος έως το 2030, θα χρειαστούν περίπου 50.000 δημόσια προσβάσιμα σημεία φόρτισης, εκ των οποίων 35.000 τύπου Megawatt Charging System (MCS), καθώς και τουλάχιστον 700 σταθμοί ανεφοδιασμού υδρογόνου με ημερήσια δυνατότητα έξι τόνων.
Αν και σήμερα η φόρτιση γίνεται κυρίως σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις και αποθήκες, η ανάπτυξη δημόσιων και ημι-δημόσιων σταθμών θεωρείται κρίσιμη για την ταχεία εξάπλωση των φορτηγών μεγάλων αποστάσεων.
Ένα ακόμη σημαντικό εμπόδιο είναι το συνολικό κόστος ιδιοκτησίας (TCO), που παραμένει υψηλότερο για τα ηλεκτρικά φορτηγά σε σχέση με τα πετρελαιοκίνητα. Μεταφορείς που λειτουργούν με εξαιρετικά μικρά περιθώρια κέρδους δυσκολεύονται να επενδύσουν, ελλείψει ισχυρών οικονομικών κινήτρων.
Μέτρα όπως τα διοδίων διαφοροποιημένα με βάση τις εκπομπές CO₂ (Eurovignette), οι φορολογικές ελαφρύνσεις και το επερχόμενο ETS2 μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες, ωστόσο η εφαρμογή τους καθυστερεί ή παραμένει αποσπασματική. Η έλλειψη προόδου σε κρίσιμα νομοθετικά αρχεία, όπως η Οδηγία για τα βάρη και τις διαστάσεις και η Οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας, επιδεινώνει την κατάσταση.
Η ACEA υπογραμμίζει ότι η επιτυχία της Ευρώπης στην απαλλαγή των οδικών μεταφορών από τον άνθρακα εξαρτάται από συντονισμένες και αποφασιστικές ενέργειες σε επίπεδο πολιτικής, υποδομών και κινήτρων. Οι κατασκευαστές εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις τους, παραδίδοντας τεχνολογικά ώριμα οχήματα μηδενικών εκπομπών, αλλά οι υπόλοιποι κρίκοι της αλυσίδας παραμένουν πίσω.
Εάν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα οι ελλείψεις — από την ετοιμότητα του δικτύου έως την εφαρμογή κινήτρων και την ανάπτυξη υποδομών — η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να χάσει τους στόχους του 2030. Η απανθρακοποίηση των βαρέων οχημάτων, τονίζει η ACEA, προϋποθέτει να υιοθετήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι την ίδια φιλοδοξία που ήδη επιδεικνύουν οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές.




















































